Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

) το τραπουλόχαρτο

  • 1 τραπουλόχαρτο

    το игральная карта

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τραπουλόχαρτο

  • 2 τραπουλόχαρτο

    carte

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > τραπουλόχαρτο

  • 3 карта

    карта ж 1) ο χάρτης* географическая \карта о γεωγραφικός χάρτης 2) (игральная ) το τραπουλόχαρτο колодакарт η τράπουλα
    * * *
    ж
    1) ο χάρτης

    географи́ческая ка́рта — ο γεωγραφικός χάρτης

    2) ( игральная) το τραπουλόχαρτο

    коло́да карт — η τράπουλα

    Русско-греческий словарь > карта

  • 4 карта

    карт||а
    ж
    1. ὁ χάρτης:
    географическая \карта ὁ γεωγραφικός χάρτης· морская \карта ὁ ναυτικός χάρτης· \карта звездного неба ὁ οὐράνιος χάρτης· \карта полушарий ὁ χάρτης τῶν δύο ἡμισφαιρίων
    2. (игральная) τό τραπουλοχαρτο[ν], τό παιγνιόχαρτο[ν]:
    колода карт ἡ τράπουλα· тасовать \картаы ἀνακατεύω τά χαρτιά· сдавать \картаы μοιράζω χαρτιά· играть в \картаы παίζω χαρτιά· гадать на \картаах μαντεύω στά χαρτιά· ◊ спутать чьй-л, \картаы χαλνῶ τά σχέδια κάποιου· ставить все на \картау τά παίζω ὅλα γιά ὅλά раскрыть свой \картаы φανερώνω τίς προθέσεις μου.

    Русско-новогреческий словарь > карта

  • 5 card

    1) (thick paper or thin board: shapes cut out from card.) χαρτόνι
    2) ((also playing card) a small piece of such paper etc with designs, used in playing certain games: a pack of cards.) χαρτί, τραπουλόχαρτο
    3) (a similar object used for eg sending greetings, showing membership of an organization, storing information etc: a birthday card; a membership card; a business card.) κάρτα
    - cardboard

    English-Greek dictionary > card

  • 6 playing-card

    noun (one of a pack of cards used in card games.) τραπουλόχαρτο

    English-Greek dictionary > playing-card

  • 7 втасовать

    -сую, -суешь
    ρ.σ.μ.
    βάζω μέσα, χώνω, ανακατεύω•

    втасовать карту в колодку ανακατεύω τα τραπουλόχαρτο στην τράπουλα.

    Большой русско-греческий словарь > втасовать

  • 8 карта

    θ.
    1. χάρτης•

    географическая γεωγραφικός χάρτης•

    этнографическая карта εθνογραφικός χάρτης•

    политическая карта мира παγκόσμιος πολιτικός χάρτης•

    карта земных полушарий χάρτης των δύο ημισφαιρίων•

    морская карта ναυτικός χάρτης.

    2. παλ. κατάλογος φαγητών.
    3. παλ. καρτ-ποστάλ.
    4. χαρτί, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο•

    сдавать -ы μοιράζω (κάνω) χαρτιά•

    играть в карты παίζω χαρτιά•

    простая карта απλό χαρτί (όχι φιγούρα)•

    гадать по –ам Χαρτοσκοπώ, ρίχνω τα χαρτιά•

    ему везёт в -ы είναι τυχερός στα χαρτιά.

    εκφρ.
    последняя – το τελευταίο χαρτί (τελευταία προσπάθεια ή δυνατότητα)•
    карта бита ή убита – χρεοκόπησε, απότυχε οικτρά (σχέδιο, σκοπός κ.τ.τ.)• раскрыть ή открыть -ы παίζω με ανοιχτά χαρτιά (δεν κρύβω τίποτε)•
    смешать ή спутать чьи -ы – χαλνώ τα σχέδια κάποιου•
    ставить жизнь на -у – παίζω τη ζωή κορόνα-γράμματα•
    он всё поставил на -у – αυτός τά παίξε όλα για όλα•
    стоять на -е – υπόκειμαι σε μεγάλο κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > карта

  • 9 carte

    1) κατάλογος
    2) τραπουλόχαρτο
    3) κάρτα
    4) δελτίο
    5) βιβλιάριο
    6) χάρτης

    Dictionnaire Français-Grec > carte

См. также в других словарях:

  • τραπουλόχαρτο — το, Ν καθένα από τα παιγνιόχαρτα τής τράπουλας …   Dictionary of Greek

  • τραπουλόχαρτο — το χαρτί της τράπουλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • εννιάρι — το το τραπουλόχαρτο που έχει τον αριθμό εννέα …   Dictionary of Greek

  • εξάρι — το 1. το αριθμητικό σύμβολο 6 (έξι) 2. το τραπουλόχαρτο που έχει επάνω του τον αριθμό έξι 3. η πλευρά τού κύβου, τού ζαριού που έχει έξι στίγματα 4. η βαθμολογία που αντιστοιχεί στο έξι …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • παιγνιόχαρτο — το φύλλο από λεπτό χαρτόνι ορθογώνιου σχήματος, το οποίο έχει στη μία όψη του έγχρωμη παράσταση με διακριτικά σύμβολα και αριθμούς ή μόνο τα σύμβολα με αριθμούς και το οποίο χρησιμοποιείται στο χαρτοπαίγνιο, αλλ. χαρτί τής τράπουλας, χαρτί,… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • τεσσάρι — Παλαιό χρυσό αυστριακό νόμισμα, τετραπλό δουκάτο, βάρους 13,960 γρ. χρυσού, ισότιμο με 47,41 χρυσά φράγκα της εποχής. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως για στόλισμα οι γυναίκες. Τ. λεγόταν και παλαιό χρυσό ισπανικό νόμισμα, τετραπλάσιο της πιστόλας. Είχε …   Dictionary of Greek

  • τράπουλα — Η καταγωγή της τ. είναι αβέβαιη, γιατί οι παραδόσεις κατά τις οποίες τα τραπουλόχαρτα εφευρέθηκαν στην Ινδία ή στην Κίνα δεν στηρίζονται σε βέβαιες μαρτυρίες. Οπωσδήποτε όμως είναι βέβαιο πως η τ. δεν είναι ευρωπαϊκή εφεύρεση. Λέγεται ότι στην… …   Dictionary of Greek

  • τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»